φτουρώ

φτουρώ
φτουρώ και φτουραίνω φτούρησα, (για πράγματα και ιδίως φαγώσιμα), διαρκώ πολύ, επαρκώ, βαστώ πολύ: Το άσπρο ψωμί δε φτουρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φτουρώ — άω, και φτουραίνω, Ν 1. (για πράγμ.) επαρκώ, διαρκώ πολύ («το άσπρο ψωμί δεν φτουράει») 2. (για ενέργεια) διεξάγομαι με αργό ρυθμό γι αυτό και δεν συμφέρω («η δουλειά αυτή δεν φτουράει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. obduro «γίνομαι σκληρός, κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • φτουραίνω — Ν βλ. φτουρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”